ἀγγαρευτής

ἀγγαρευτής
ἀγγᾰρ-ευτής, οῦ, ,
A one who impresses, Hsch. s.v. ἀγγαρεύεται.
II impressed workman, labourer, PSI200.2 (vi A. D.); ὁ ἐπικείμενος τῶν ἀ. PIand.24.1 (vi A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγγαρευτής — ο (Μ ἀγγαρευτής) [ἀγγαρεύω] αυτός που επιβάλλει αγγαρεία …   Dictionary of Greek

  • ἀγγαρευτῶν — ἀγγαρευτής one who impresses masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγγαρεύω — (Α ἀγγαρεύω) επιβάλλω αναγκαστική και δίχως αμοιβή εργασία νεοελλ. αναθέτω σε κάποιον ενοχλητική δουλειά, επιφορτίζω αρχ. αναγκάζω κάποιον να υπηρετήσει ως άγγαρος, δηλ. ως ταχυδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγγαρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀγγαρεία μσν. ἀγγαρευτής.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”